Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὄμειχμα
ὀμείχω
ὁμέμπορος
ὁμέστιος
ὁμευνέτης
ὁμευνέτις
ὅμευνος
ὁμέψιος
ὁμηγενής
ὁμηγερής
ὁμηγυρίζομαι
ὁμήγυρις
ὁμήθεια
ὁμήθης
ὁμηλικία
ὁμηλικίη
ὁμήλικος
ὁμῆλιξ
ὁμηλυσία
ὁμηρεία
Ὁμήρειον
View word page
ὁμηγυρίζομαι
to assemble, call together
ShortDef
to assemble, call together
Debugging
Headword:
ὁμηγυρίζομαι
Headword (normalized):
ὁμηγυρίζομαι
Headword (normalized/stripped):
ομηγυριζομαι
IDX:
61763
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-61764
Key:
Data
{'content': 'to assemble, call together'}