Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀμβρώδης
ὄμειχμα
ὀμείχω
ὁμέμπορος
ὁμέστιος
ὁμευνέτης
ὁμευνέτις
ὅμευνος
ὁμέψιος
ὁμηγενής
ὁμηγερής
ὁμηγυρίζομαι
ὁμήγυρις
ὁμήθεια
ὁμήθης
ὁμηλικία
ὁμηλικίη
ὁμήλικος
ὁμῆλιξ
ὁμηλυσία
ὁμηρεία
View word page
ὁμηγερής
assembled

ShortDef

assembled

Debugging

Headword:
ὁμηγερής
Headword (normalized):
ὁμηγερής
Headword (normalized/stripped):
ομηγερης
IDX:
61762
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-61763
Key:

Data

{'content': 'assembled'}