Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀμβρόω
ὀμβρώδης
ὄμειχμα
ὀμείχω
ὁμέμπορος
ὁμέστιος
ὁμευνέτης
ὁμευνέτις
ὅμευνος
ὁμέψιος
ὁμηγενής
ὁμηγερής
ὁμηγυρίζομαι
ὁμήγυρις
ὁμήθεια
ὁμήθης
ὁμηλικία
ὁμηλικίη
ὁμήλικος
ὁμῆλιξ
ὁμηλυσία
View word page
ὁμηγενής
born together, twin

ShortDef

born together, twin

Debugging

Headword:
ὁμηγενής
Headword (normalized):
ὁμηγενής
Headword (normalized/stripped):
ομηγενης
IDX:
61761
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-61762
Key:

Data

{'content': 'born together, twin'}