Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὀμβροχαρής
ὀμβρόω
ὀμβρώδης
ὄμειχμα
ὀμείχω
ὁμέμπορος
ὁμέστιος
ὁμευνέτης
ὁμευνέτις
ὅμευνος
ὁμέψιος
ὁμηγενής
ὁμηγερής
ὁμηγυρίζομαι
ὁμήγυρις
ὁμήθεια
ὁμήθης
ὁμηλικία
ὁμηλικίη
ὁμήλικος
ὁμῆλιξ
View word page
ὁμέψιος
playing together, a playmate
ShortDef
playing together, a playmate
Debugging
Headword:
ὁμέψιος
Headword (normalized):
ὁμέψιος
Headword (normalized/stripped):
ομεψιος
IDX:
61760
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-61761
Key:
Data
{'content': 'playing together, a playmate'}