Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀμβροφόρος
ὀμβροχαρής
ὀμβρόω
ὀμβρώδης
ὄμειχμα
ὀμείχω
ὁμέμπορος
ὁμέστιος
ὁμευνέτης
ὁμευνέτις
ὅμευνος
ὁμέψιος
ὁμηγενής
ὁμηγερής
ὁμηγυρίζομαι
ὁμήγυρις
ὁμήθεια
ὁμήθης
ὁμηλικία
ὁμηλικίη
ὁμήλικος
View word page
ὅμευνος
a partner of the bed, consort

ShortDef

a partner of the bed, consort

Debugging

Headword:
ὅμευνος
Headword (normalized):
ὅμευνος
Headword (normalized/stripped):
ομευνος
IDX:
61759
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-61760
Key:

Data

{'content': 'a partner of the bed, consort'}