Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὀμβροτόκος
ὀμβροφόρος
ὀμβροχαρής
ὀμβρόω
ὀμβρώδης
ὄμειχμα
ὀμείχω
ὁμέμπορος
ὁμέστιος
ὁμευνέτης
ὁμευνέτις
ὅμευνος
ὁμέψιος
ὁμηγενής
ὁμηγερής
ὁμηγυρίζομαι
ὁμήγυρις
ὁμήθεια
ὁμήθης
ὁμηλικία
ὁμηλικίη
View word page
ὁμευνέτις
consort
ShortDef
consort
Debugging
Headword:
ὁμευνέτις
Headword (normalized):
ὁμευνέτις
Headword (normalized/stripped):
ομευνετις
IDX:
61758
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-61759
Key:
Data
{'content': 'consort'}