Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὄμβρος2
ὀμβροτόκος
ὀμβροφόρος
ὀμβροχαρής
ὀμβρόω
ὀμβρώδης
ὄμειχμα
ὀμείχω
ὁμέμπορος
ὁμέστιος
ὁμευνέτης
ὁμευνέτις
ὅμευνος
ὁμέψιος
ὁμηγενής
ὁμηγερής
ὁμηγυρίζομαι
ὁμήγυρις
ὁμήθεια
ὁμήθης
ὁμηλικία
View word page
ὁμευνέτης
consort

ShortDef

consort

Debugging

Headword:
ὁμευνέτης
Headword (normalized):
ὁμευνέτης
Headword (normalized/stripped):
ομευνετης
IDX:
61757
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-61758
Key:

Data

{'content': 'consort'}