Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀμβροκτύπος
ὀμβροποιός
ὄμβρος
ὄμβρος2
ὀμβροτόκος
ὀμβροφόρος
ὀμβροχαρής
ὀμβρόω
ὀμβρώδης
ὄμειχμα
ὀμείχω
ὁμέμπορος
ὁμέστιος
ὁμευνέτης
ὁμευνέτις
ὅμευνος
ὁμέψιος
ὁμηγενής
ὁμηγερής
ὁμηγυρίζομαι
ὁμήγυρις
View word page
ὀμείχω
urinate

ShortDef

urinate

Debugging

Headword:
ὀμείχω
Headword (normalized):
ὀμείχω
Headword (normalized/stripped):
ομειχω
IDX:
61754
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-61755
Key:

Data

{'content': 'urinate'}