Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀμβροδόκος
ὀμβροκτύπος
ὀμβροποιός
ὄμβρος
ὄμβρος2
ὀμβροτόκος
ὀμβροφόρος
ὀμβροχαρής
ὀμβρόω
ὀμβρώδης
ὄμειχμα
ὀμείχω
ὁμέμπορος
ὁμέστιος
ὁμευνέτης
ὁμευνέτις
ὅμευνος
ὁμέψιος
ὁμηγενής
ὁμηγερής
ὁμηγυρίζομαι
View word page
ὄμειχμα
urine

ShortDef

urine

Debugging

Headword:
ὄμειχμα
Headword (normalized):
ὄμειχμα
Headword (normalized/stripped):
ομειχμα
IDX:
61753
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-61754
Key:

Data

{'content': 'urine'}