Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὄμβριος
ὀμβροβλυτέω
ὀμβροδόκος
ὀμβροκτύπος
ὀμβροποιός
ὄμβρος
ὄμβρος2
ὀμβροτόκος
ὀμβροφόρος
ὀμβροχαρής
ὀμβρόω
ὀμβρώδης
ὄμειχμα
ὀμείχω
ὁμέμπορος
ὁμέστιος
ὁμευνέτης
ὁμευνέτις
ὅμευνος
ὁμέψιος
ὁμηγενής
View word page
ὀμβρόω
imbricitur

ShortDef

imbricitur

Debugging

Headword:
ὀμβρόω
Headword (normalized):
ὀμβρόω
Headword (normalized/stripped):
ομβροω
IDX:
61751
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-61752
Key:

Data

{'content': 'imbricitur'}