Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὀμβρικός
Ὀμβρικός
ὄμβριος
ὀμβροβλυτέω
ὀμβροδόκος
ὀμβροκτύπος
ὀμβροποιός
ὄμβρος
ὄμβρος2
ὀμβροτόκος
ὀμβροφόρος
ὀμβροχαρής
ὀμβρόω
ὀμβρώδης
ὄμειχμα
ὀμείχω
ὁμέμπορος
ὁμέστιος
ὁμευνέτης
ὁμευνέτις
ὅμευνος
View word page
ὀμβροφόρος
rain-bringing
ShortDef
rain-bringing
Debugging
Headword:
ὀμβροφόρος
Headword (normalized):
ὀμβροφόρος
Headword (normalized/stripped):
ομβροφορος
IDX:
61749
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-61750
Key:
Data
{'content': 'rain-bringing'}