Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὄμβρησις
ὀμβρία
ὀμβρικός
Ὀμβρικός
ὄμβριος
ὀμβροβλυτέω
ὀμβροδόκος
ὀμβροκτύπος
ὀμβροποιός
ὄμβρος
ὄμβρος2
ὀμβροτόκος
ὀμβροφόρος
ὀμβροχαρής
ὀμβρόω
ὀμβρώδης
ὄμειχμα
ὀμείχω
ὁμέμπορος
ὁμέστιος
ὁμευνέτης
View word page
ὄμβρος2
[lexical cite]

ShortDef

storm of rain, thunder-storm
[lexical cite]

Debugging

Headword:
ὄμβρος2
Headword (normalized):
ὄμβρος
Headword (normalized/stripped):
ομβρος2
IDX:
61747
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-61748
Key:

Data

{'content': '[lexical cite]'}