Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὀμβρηρός
ὄμβρησις
ὀμβρία
ὀμβρικός
Ὀμβρικός
ὄμβριος
ὀμβροβλυτέω
ὀμβροδόκος
ὀμβροκτύπος
ὀμβροποιός
ὄμβρος
ὄμβρος2
ὀμβροτόκος
ὀμβροφόρος
ὀμβροχαρής
ὀμβρόω
ὀμβρώδης
ὄμειχμα
ὀμείχω
ὁμέμπορος
ὁμέστιος
View word page
ὄμβρος
storm of rain, thunder-storm
ShortDef
storm of rain, thunder-storm
[lexical cite]
Debugging
Headword:
ὄμβρος
Headword (normalized):
ὄμβρος
Headword (normalized/stripped):
ομβρος
IDX:
61746
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-61747
Key:
Data
{'content': 'storm of rain, thunder-storm'}