Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὅμαστος
ὁμαῦλαξ
ὁμαυλία
ὅμαυλος
ὀμβρέω
ὀμβρηγενής
ὄμβρημα
ὀμβρηρός
ὄμβρησις
ὀμβρία
ὀμβρικός
Ὀμβρικός
ὄμβριος
ὀμβροβλυτέω
ὀμβροδόκος
ὀμβροκτύπος
ὀμβροποιός
ὄμβρος
ὄμβρος2
ὀμβροτόκος
ὀμβροφόρος
View word page
ὀμβρικός
raining

ShortDef

raining
Umbrian (not in LSJ; cp entry Umbria)

Debugging

Headword:
ὀμβρικός
Headword (normalized):
ὀμβρικός
Headword (normalized/stripped):
ομβρικος
IDX:
61739
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-61740
Key:

Data

{'content': 'raining'}