Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὁμάς
ὅμασπις
ὅμαστος
ὁμαῦλαξ
ὁμαυλία
ὅμαυλος
ὀμβρέω
ὀμβρηγενής
ὄμβρημα
ὀμβρηρός
ὄμβρησις
ὀμβρία
ὀμβρικός
Ὀμβρικός
ὄμβριος
ὀμβροβλυτέω
ὀμβροδόκος
ὀμβροκτύπος
ὀμβροποιός
ὄμβρος
ὄμβρος2
View word page
ὄμβρησις
a raining
ShortDef
a raining
Debugging
Headword:
ὄμβρησις
Headword (normalized):
ὄμβρησις
Headword (normalized/stripped):
ομβρησις
IDX:
61737
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-61738
Key:
Data
{'content': 'a raining'}