Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὁμαλύνω
ὁμαρτέω
ὁμαρτῇ
ὁμαρτήδην
ὁμάς
ὅμασπις
ὅμαστος
ὁμαῦλαξ
ὁμαυλία
ὅμαυλος
ὀμβρέω
ὀμβρηγενής
ὄμβρημα
ὀμβρηρός
ὄμβρησις
ὀμβρία
ὀμβρικός
Ὀμβρικός
ὄμβριος
ὀμβροβλυτέω
ὀμβροδόκος
View word page
ὀμβρέω
to rain
ShortDef
to rain
Debugging
Headword:
ὀμβρέω
Headword (normalized):
ὀμβρέω
Headword (normalized/stripped):
ομβρεω
IDX:
61733
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-61734
Key:
Data
{'content': 'to rain'}