Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὁμαλότης
ὁμαλυντικός
ὁμαλύνω
ὁμαρτέω
ὁμαρτῇ
ὁμαρτήδην
ὁμάς
ὅμασπις
ὅμαστος
ὁμαῦλαξ
ὁμαυλία
ὅμαυλος
ὀμβρέω
ὀμβρηγενής
ὄμβρημα
ὀμβρηρός
ὄμβρησις
ὀμβρία
ὀμβρικός
Ὀμβρικός
ὄμβριος
View word page
ὁμαυλία
a dwelling together

ShortDef

a dwelling together

Debugging

Headword:
ὁμαυλία
Headword (normalized):
ὁμαυλία
Headword (normalized/stripped):
ομαυλια
IDX:
61731
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-61732
Key:

Data

{'content': 'a dwelling together'}