Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὁμαλός
ὁμαλότης
ὁμαλυντικός
ὁμαλύνω
ὁμαρτέω
ὁμαρτῇ
ὁμαρτήδην
ὁμάς
ὅμασπις
ὅμαστος
ὁμαῦλαξ
ὁμαυλία
ὅμαυλος
ὀμβρέω
ὀμβρηγενής
ὄμβρημα
ὀμβρηρός
ὄμβρησις
ὀμβρία
ὀμβρικός
Ὀμβρικός
View word page
ὁμαῦλαξ
with adjoining lands

ShortDef

with adjoining lands

Debugging

Headword:
ὁμαῦλαξ
Headword (normalized):
ὁμαῦλαξ
Headword (normalized/stripped):
ομαυλαξ
IDX:
61730
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-61731
Key:

Data

{'content': 'with adjoining lands'}