Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Ἀναξαγόρειος
ἀναξαίνω
Ἀνάξανδρος
Ἀνάξαρχος
ἀναξασμός
ἀναξέω
ἀναξηραίνω
ἀναξήρανσις
ἀναξηραντικός
ἀναξηρασμός
ἀναξία
ἀναξία2
ἀναξίαλος
Ἀναξίβιος
ἀναξιβρέντας
Ἀναξίλαος
Ἀναξιμένης
ἀναξίμολπος
ἀναξιόλογος
ἀναξιοπάθεια
ἀναξιοπαθέω
View word page
ἀναξία
a command, behest

ShortDef

a command, behest
lack of value: inferiority

Debugging

Headword:
ἀναξία
Headword (normalized):
ἀναξία
Headword (normalized/stripped):
αναξια
IDX:
6172
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-6173
Key:

Data

{'content': 'a command, behest'}