Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὁμαλιστήρ
ὁμαλόδερμος
ὁμαλός
ὁμαλότης
ὁμαλυντικός
ὁμαλύνω
ὁμαρτέω
ὁμαρτῇ
ὁμαρτήδην
ὁμάς
ὅμασπις
ὅμαστος
ὁμαῦλαξ
ὁμαυλία
ὅμαυλος
ὀμβρέω
ὀμβρηγενής
ὄμβρημα
ὀμβρηρός
ὄμβρησις
ὀμβρία
View word page
ὅμασπις
a fellow-soldier

ShortDef

a fellow-soldier

Debugging

Headword:
ὅμασπις
Headword (normalized):
ὅμασπις
Headword (normalized/stripped):
ομασπις
IDX:
61728
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-61729
Key:

Data

{'content': 'a fellow-soldier'}