Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὁμαλιστέον
ὁμαλιστήρ
ὁμαλόδερμος
ὁμαλός
ὁμαλότης
ὁμαλυντικός
ὁμαλύνω
ὁμαρτέω
ὁμαρτῇ
ὁμαρτήδην
ὁμάς
ὅμασπις
ὅμαστος
ὁμαῦλαξ
ὁμαυλία
ὅμαυλος
ὀμβρέω
ὀμβρηγενής
ὄμβρημα
ὀμβρηρός
ὄμβρησις
View word page
ὁμάς
the whole
ShortDef
the whole
Debugging
Headword:
ὁμάς
Headword (normalized):
ὁμάς
Headword (normalized/stripped):
ομας
IDX:
61727
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-61728
Key:
Data
{'content': 'the whole'}