Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὁμαλισμός
ὁμαλιστέον
ὁμαλιστήρ
ὁμαλόδερμος
ὁμαλός
ὁμαλότης
ὁμαλυντικός
ὁμαλύνω
ὁμαρτέω
ὁμαρτῇ
ὁμαρτήδην
ὁμάς
ὅμασπις
ὅμαστος
ὁμαῦλαξ
ὁμαυλία
ὅμαυλος
ὀμβρέω
ὀμβρηγενής
ὄμβρημα
ὀμβρηρός
View word page
ὁμαρτήδην
both together

ShortDef

both together

Debugging

Headword:
ὁμαρτήδην
Headword (normalized):
ὁμαρτήδην
Headword (normalized/stripped):
ομαρτηδην
IDX:
61726
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-61727
Key:

Data

{'content': 'both together'}