Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὁμάλιξις
ὁμαλισμός
ὁμαλιστέον
ὁμαλιστήρ
ὁμαλόδερμος
ὁμαλός
ὁμαλότης
ὁμαλυντικός
ὁμαλύνω
ὁμαρτέω
ὁμαρτῇ
ὁμαρτήδην
ὁμάς
ὅμασπις
ὅμαστος
ὁμαῦλαξ
ὁμαυλία
ὅμαυλος
ὀμβρέω
ὀμβρηγενής
ὄμβρημα
View word page
ὁμαρτῇ
together

ShortDef

together

Debugging

Headword:
ὁμαρτῇ
Headword (normalized):
ὁμαρτῇ
Headword (normalized/stripped):
ομαρτη
IDX:
61725
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-61726
Key:

Data

{'content': 'together'}