Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὁμαλής
ὁμαλίζω
ὁμάλιξις
ὁμαλισμός
ὁμαλιστέον
ὁμαλιστήρ
ὁμαλόδερμος
ὁμαλός
ὁμαλότης
ὁμαλυντικός
ὁμαλύνω
ὁμαρτέω
ὁμαρτῇ
ὁμαρτήδην
ὁμάς
ὅμασπις
ὅμαστος
ὁμαῦλαξ
ὁμαυλία
ὅμαυλος
ὀμβρέω
View word page
ὁμαλύνω
to make even, level

ShortDef

to make even, level

Debugging

Headword:
ὁμαλύνω
Headword (normalized):
ὁμαλύνω
Headword (normalized/stripped):
ομαλυνω
IDX:
61723
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-61724
Key:

Data

{'content': 'to make even, level'}