Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὁμαλεύς
ὁμαλής
ὁμαλίζω
ὁμάλιξις
ὁμαλισμός
ὁμαλιστέον
ὁμαλιστήρ
ὁμαλόδερμος
ὁμαλός
ὁμαλότης
ὁμαλυντικός
ὁμαλύνω
ὁμαρτέω
ὁμαρτῇ
ὁμαρτήδην
ὁμάς
ὅμασπις
ὅμαστος
ὁμαῦλαξ
ὁμαυλία
ὅμαυλος
View word page
ὁμαλυντικός
emollient
ShortDef
emollient
Debugging
Headword:
ὁμαλυντικός
Headword (normalized):
ὁμαλυντικός
Headword (normalized/stripped):
ομαλυντικος
IDX:
61722
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-61723
Key:
Data
{'content': 'emollient'}