Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὁμάκοοι
ὁμαλεύς
ὁμαλής
ὁμαλίζω
ὁμάλιξις
ὁμαλισμός
ὁμαλιστέον
ὁμαλιστήρ
ὁμαλόδερμος
ὁμαλός
ὁμαλότης
ὁμαλυντικός
ὁμαλύνω
ὁμαρτέω
ὁμαρτῇ
ὁμαρτήδην
ὁμάς
ὅμασπις
ὅμαστος
ὁμαῦλαξ
ὁμαυλία
View word page
ὁμαλότης
evenness
ShortDef
evenness
Debugging
Headword:
ὁμαλότης
Headword (normalized):
ὁμαλότης
Headword (normalized/stripped):
ομαλοτης
IDX:
61721
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-61722
Key:
Data
{'content': 'evenness'}