Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὁμαιχμία
ὅμαιχμος
ὁμάκοοι
ὁμαλεύς
ὁμαλής
ὁμαλίζω
ὁμάλιξις
ὁμαλισμός
ὁμαλιστέον
ὁμαλιστήρ
ὁμαλόδερμος
ὁμαλός
ὁμαλότης
ὁμαλυντικός
ὁμαλύνω
ὁμαρτέω
ὁμαρτῇ
ὁμαρτήδην
ὁμάς
ὅμασπις
ὅμαστος
View word page
ὁμαλόδερμος
smooth-skinned

ShortDef

smooth-skinned

Debugging

Headword:
ὁμαλόδερμος
Headword (normalized):
ὁμαλόδερμος
Headword (normalized/stripped):
ομαλοδερμος
IDX:
61719
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-61720
Key:

Data

{'content': 'smooth-skinned'}