Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὁμαιχμέω
ὁμαιχμία
ὅμαιχμος
ὁμάκοοι
ὁμαλεύς
ὁμαλής
ὁμαλίζω
ὁμάλιξις
ὁμαλισμός
ὁμαλιστέον
ὁμαλιστήρ
ὁμαλόδερμος
ὁμαλός
ὁμαλότης
ὁμαλυντικός
ὁμαλύνω
ὁμαρτέω
ὁμαρτῇ
ὁμαρτήδην
ὁμάς
ὅμασπις
View word page
ὁμαλιστήρ
instrument for levelling, strickle

ShortDef

instrument for levelling, strickle

Debugging

Headword:
ὁμαλιστήρ
Headword (normalized):
ὁμαλιστήρ
Headword (normalized/stripped):
ομαλιστηρ
IDX:
61718
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-61719
Key:

Data

{'content': 'instrument for levelling, strickle'}