Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὁμαίμων
ὁμαιχμέω
ὁμαιχμία
ὅμαιχμος
ὁμάκοοι
ὁμαλεύς
ὁμαλής
ὁμαλίζω
ὁμάλιξις
ὁμαλισμός
ὁμαλιστέον
ὁμαλιστήρ
ὁμαλόδερμος
ὁμαλός
ὁμαλότης
ὁμαλυντικός
ὁμαλύνω
ὁμαρτέω
ὁμαρτῇ
ὁμαρτήδην
ὁμάς
View word page
ὁμαλιστέον
one must level

ShortDef

one must level

Debugging

Headword:
ὁμαλιστέον
Headword (normalized):
ὁμαλιστέον
Headword (normalized/stripped):
ομαλιστεον
IDX:
61717
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-61718
Key:

Data

{'content': 'one must level'}