Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὁμαιμότης
ὁμαίμων
ὁμαιχμέω
ὁμαιχμία
ὅμαιχμος
ὁμάκοοι
ὁμαλεύς
ὁμαλής
ὁμαλίζω
ὁμάλιξις
ὁμαλισμός
ὁμαλιστέον
ὁμαλιστήρ
ὁμαλόδερμος
ὁμαλός
ὁμαλότης
ὁμαλυντικός
ὁμαλύνω
ὁμαρτέω
ὁμαρτῇ
ὁμαρτήδην
View word page
ὁμαλισμός
levelling

ShortDef

levelling

Debugging

Headword:
ὁμαλισμός
Headword (normalized):
ὁμαλισμός
Headword (normalized/stripped):
ομαλισμος
IDX:
61716
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-61717
Key:

Data

{'content': 'levelling'}