Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὁμαιμοσύνη
ὁμαιμότης
ὁμαίμων
ὁμαιχμέω
ὁμαιχμία
ὅμαιχμος
ὁμάκοοι
ὁμαλεύς
ὁμαλής
ὁμαλίζω
ὁμάλιξις
ὁμαλισμός
ὁμαλιστέον
ὁμαλιστήρ
ὁμαλόδερμος
ὁμαλός
ὁμαλότης
ὁμαλυντικός
ὁμαλύνω
ὁμαρτέω
ὁμαρτῇ
View word page
ὁμάλιξις
levelling

ShortDef

levelling

Debugging

Headword:
ὁμάλιξις
Headword (normalized):
ὁμάλιξις
Headword (normalized/stripped):
ομαλιξις
IDX:
61715
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-61716
Key:

Data

{'content': 'levelling'}