Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὅμαιμος
ὁμαιμοσύνη
ὁμαιμότης
ὁμαίμων
ὁμαιχμέω
ὁμαιχμία
ὅμαιχμος
ὁμάκοοι
ὁμαλεύς
ὁμαλής
ὁμαλίζω
ὁμάλιξις
ὁμαλισμός
ὁμαλιστέον
ὁμαλιστήρ
ὁμαλόδερμος
ὁμαλός
ὁμαλότης
ὁμαλυντικός
ὁμαλύνω
ὁμαρτέω
View word page
ὁμαλίζω
to make even

ShortDef

to make even

Debugging

Headword:
ὁμαλίζω
Headword (normalized):
ὁμαλίζω
Headword (normalized/stripped):
ομαλιζω
IDX:
61714
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-61715
Key:

Data

{'content': 'to make even'}