Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὁμαίμιος
ὅμαιμος
ὁμαιμοσύνη
ὁμαιμότης
ὁμαίμων
ὁμαιχμέω
ὁμαιχμία
ὅμαιχμος
ὁμάκοοι
ὁμαλεύς
ὁμαλής
ὁμαλίζω
ὁμάλιξις
ὁμαλισμός
ὁμαλιστέον
ὁμαλιστήρ
ὁμαλόδερμος
ὁμαλός
ὁμαλότης
ὁμαλυντικός
ὁμαλύνω
View word page
ὁμαλής
level

ShortDef

level

Debugging

Headword:
ὁμαλής
Headword (normalized):
ὁμαλής
Headword (normalized/stripped):
ομαλης
IDX:
61713
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-61714
Key:

Data

{'content': 'level'}