Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὀμάζω
ὁμαίμιος
ὅμαιμος
ὁμαιμοσύνη
ὁμαιμότης
ὁμαίμων
ὁμαιχμέω
ὁμαιχμία
ὅμαιχμος
ὁμάκοοι
ὁμαλεύς
ὁμαλής
ὁμαλίζω
ὁμάλιξις
ὁμαλισμός
ὁμαλιστέον
ὁμαλιστήρ
ὁμαλόδερμος
ὁμαλός
ὁμαλότης
ὁμαλυντικός
View word page
ὁμαλεύς
leveller
ShortDef
leveller
Debugging
Headword:
ὁμαλεύς
Headword (normalized):
ὁμαλεύς
Headword (normalized/stripped):
ομαλευς
IDX:
61712
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-61713
Key:
Data
{'content': 'leveller'}