Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Ὀλυμπιόδωρος
Ὀλυμπιονίκας
Ὀλυμπιονίκη
Ὀλυμπιονίκης
Ὀλυμπιόνικος
Ὀλύμπιος
Ὀλυμπόθεν
Ὄλυμπόνδε
Ὄλυμπος
ὀλυνθάζω
ὀλύνθη
Ὀλυνθιακός
Ὀλύνθιος
ὄλυνθος
Ὄλυνθος
ὄλυρα
ὄλυραι
ὀλύρινος
ὀλυρίτης
ὀλυροκόπος
ὀλυρόκριθον
View word page
ὀλύνθη
wild fig-tree
ShortDef
wild fig-tree
Debugging
Headword:
ὀλύνθη
Headword (normalized):
ὀλύνθη
Headword (normalized/stripped):
ολυνθη
IDX:
61685
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-61686
Key:
Data
{'content': 'wild fig-tree'}