Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Ὀλυμπιάς
Ὀλυμπίας
ὀλυμπιάς2
Ὀλυμπίασι
Ὀλυμπιεῖον
Ὀλυμπικός
Ὀλυμπιοδρόμος
Ὀλυμπιόδωρος
Ὀλυμπιονίκας
Ὀλυμπιονίκη
Ὀλυμπιονίκης
Ὀλυμπιόνικος
Ὀλύμπιος
Ὀλυμπόθεν
Ὄλυμπόνδε
Ὄλυμπος
ὀλυνθάζω
ὀλύνθη
Ὀλυνθιακός
Ὀλύνθιος
ὄλυνθος
View word page
Ὀλυμπιονίκης
a conqueror in the Olympic games
ShortDef
a conqueror in the Olympic games
Debugging
Headword:
Ὀλυμπιονίκης
Headword (normalized):
ὀλυμπιονίκης
Headword (normalized/stripped):
ολυμπιονικης
IDX:
61678
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-61679
Key:
Data
{'content': 'a conqueror in the Olympic games'}