Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὁλόψυχος
Ὄλπαι
Ὀλπαῖος
ὄλπη
Ὀλυμπία
Ὀλύμπια
Ὀλυμπίαζε
Ὀλυμπιακός
Ὀλυμπιάς
Ὀλυμπίας
ὀλυμπιάς2
Ὀλυμπίασι
Ὀλυμπιεῖον
Ὀλυμπικός
Ὀλυμπιοδρόμος
Ὀλυμπιόδωρος
Ὀλυμπιονίκας
Ὀλυμπιονίκη
Ὀλυμπιονίκης
Ὀλυμπιόνικος
Ὀλύμπιος
View word page
ὀλυμπιάς2
an Olympiad; Olympic games

ShortDef

Olympic (Muse)/games/victory; Olympiad (four years)
an Olympiad; Olympic games

Debugging

Headword:
ὀλυμπιάς2
Headword (normalized):
ὀλυμπιάς
Headword (normalized/stripped):
ολυμπιας2
IDX:
61670
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-61671
Key:

Data

{'content': 'an Olympiad; Olympic games'}