Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὁλόχρυσος
ὁλόχυλος
ὁλοψυχέω
ὁλόψυχος
Ὄλπαι
Ὀλπαῖος
ὄλπη
Ὀλυμπία
Ὀλύμπια
Ὀλυμπίαζε
Ὀλυμπιακός
Ὀλυμπιάς
Ὀλυμπίας
ὀλυμπιάς2
Ὀλυμπίασι
Ὀλυμπιεῖον
Ὀλυμπικός
Ὀλυμπιοδρόμος
Ὀλυμπιόδωρος
Ὀλυμπιονίκας
Ὀλυμπιονίκη
View word page
Ὀλυμπιακός
Olympian

ShortDef

Olympian

Debugging

Headword:
Ὀλυμπιακός
Headword (normalized):
ὀλυμπιακός
Headword (normalized/stripped):
ολυμπιακος
IDX:
61667
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-61668
Key:

Data

{'content': 'Olympian'}