Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὁλόχαλκος
ὁλόχλωρος
ὁλοχρόνιος
ὁλόχρονος
ὁλόχροος
ὁλόχρυσος
ὁλόχυλος
ὁλοψυχέω
ὁλόψυχος
Ὄλπαι
Ὀλπαῖος
ὄλπη
Ὀλυμπία
Ὀλύμπια
Ὀλυμπίαζε
Ὀλυμπιακός
Ὀλυμπιάς
Ὀλυμπίας
ὀλυμπιάς2
Ὀλυμπίασι
Ὀλυμπιεῖον
View word page
Ὀλπαῖος
of Olpae
ShortDef
of Olpae
Debugging
Headword:
Ὀλπαῖος
Headword (normalized):
ὀλπαῖος
Headword (normalized/stripped):
ολπαιος
IDX:
61662
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-61663
Key:
Data
{'content': 'of Olpae'}