Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὀλοφώιος
ὁλόφωνος
ὁλόχαλκος
ὁλόχλωρος
ὁλοχρόνιος
ὁλόχρονος
ὁλόχροος
ὁλόχρυσος
ὁλόχυλος
ὁλοψυχέω
ὁλόψυχος
Ὄλπαι
Ὀλπαῖος
ὄλπη
Ὀλυμπία
Ὀλύμπια
Ὀλυμπίαζε
Ὀλυμπιακός
Ὀλυμπιάς
Ὀλυμπίας
ὀλυμπιάς2
View word page
ὁλόψυχος
consisting entirely of soul
ShortDef
consisting entirely of soul
Debugging
Headword:
ὁλόψυχος
Headword (normalized):
ὁλόψυχος
Headword (normalized/stripped):
ολοψυχος
IDX:
61660
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-61661
Key:
Data
{'content': 'consisting entirely of soul'}