Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀλοφώϊος
ὀλοφώιος
ὁλόφωνος
ὁλόχαλκος
ὁλόχλωρος
ὁλοχρόνιος
ὁλόχρονος
ὁλόχροος
ὁλόχρυσος
ὁλόχυλος
ὁλοψυχέω
ὁλόψυχος
Ὄλπαι
Ὀλπαῖος
ὄλπη
Ὀλυμπία
Ὀλύμπια
Ὀλυμπίαζε
Ὀλυμπιακός
Ὀλυμπιάς
Ὀλυμπίας
View word page
ὁλοψυχέω
to be faint-hearted

ShortDef

to be faint-hearted

Debugging

Headword:
ὁλοψυχέω
Headword (normalized):
ὁλοψυχέω
Headword (normalized/stripped):
ολοψυχεω
IDX:
61659
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-61660
Key:

Data

{'content': 'to be faint-hearted'}