Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὀλοφυρτέος
ὀλοφυρτικός
ὀλοφώϊος
ὀλοφώιος
ὁλόφωνος
ὁλόχαλκος
ὁλόχλωρος
ὁλοχρόνιος
ὁλόχρονος
ὁλόχροος
ὁλόχρυσος
ὁλόχυλος
ὁλοψυχέω
ὁλόψυχος
Ὄλπαι
Ὀλπαῖος
ὄλπη
Ὀλυμπία
Ὀλύμπια
Ὀλυμπίαζε
Ὀλυμπιακός
View word page
ὁλόχρυσος
of solid gold
ShortDef
of solid gold
Debugging
Headword:
ὁλόχρυσος
Headword (normalized):
ὁλόχρυσος
Headword (normalized/stripped):
ολοχρυσος
IDX:
61657
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-61658
Key:
Data
{'content': 'of solid gold'}