Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀλοφυρμός
ὀλοφύρομαι
ὀλόφυρσις
ὀλοφυρτέος
ὀλοφυρτικός
ὀλοφώϊος
ὀλοφώιος
ὁλόφωνος
ὁλόχαλκος
ὁλόχλωρος
ὁλοχρόνιος
ὁλόχρονος
ὁλόχροος
ὁλόχρυσος
ὁλόχυλος
ὁλοψυχέω
ὁλόψυχος
Ὄλπαι
Ὀλπαῖος
ὄλπη
Ὀλυμπία
View word page
ὁλοχρόνιος
all the year through

ShortDef

all the year through

Debugging

Headword:
ὁλοχρόνιος
Headword (normalized):
ὁλοχρόνιος
Headword (normalized/stripped):
ολοχρονιος
IDX:
61654
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-61655
Key:

Data

{'content': 'all the year through'}