Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὁλοφυής
ὀλοφυρμός
ὀλοφύρομαι
ὀλόφυρσις
ὀλοφυρτέος
ὀλοφυρτικός
ὀλοφώϊος
ὀλοφώιος
ὁλόφωνος
ὁλόχαλκος
ὁλόχλωρος
ὁλοχρόνιος
ὁλόχρονος
ὁλόχροος
ὁλόχρυσος
ὁλόχυλος
ὁλοψυχέω
ὁλόψυχος
Ὄλπαι
Ὀλπαῖος
ὄλπη
View word page
ὁλόχλωρος
all green
ShortDef
all green
Debugging
Headword:
ὁλόχλωρος
Headword (normalized):
ὁλόχλωρος
Headword (normalized/stripped):
ολοχλωρος
IDX:
61653
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-61654
Key:
Data
{'content': 'all green'}