Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὀλοφυγγών
ὀλοφυδνός
ὁλοφυής
ὀλοφυρμός
ὀλοφύρομαι
ὀλόφυρσις
ὀλοφυρτέος
ὀλοφυρτικός
ὀλοφώϊος
ὀλοφώιος
ὁλόφωνος
ὁλόχαλκος
ὁλόχλωρος
ὁλοχρόνιος
ὁλόχρονος
ὁλόχροος
ὁλόχρυσος
ὁλόχυλος
ὁλοψυχέω
ὁλόψυχος
Ὄλπαι
View word page
ὁλόφωνος
full-voiced
ShortDef
full-voiced
Debugging
Headword:
ὁλόφωνος
Headword (normalized):
ὁλόφωνος
Headword (normalized/stripped):
ολοφωνος
IDX:
61651
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-61652
Key:
Data
{'content': 'full-voiced'}