Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀλοφρονέω
ὀλοφυγγών
ὀλοφυδνός
ὁλοφυής
ὀλοφυρμός
ὀλοφύρομαι
ὀλόφυρσις
ὀλοφυρτέος
ὀλοφυρτικός
ὀλοφώϊος
ὀλοφώιος
ὁλόφωνος
ὁλόχαλκος
ὁλόχλωρος
ὁλοχρόνιος
ὁλόχρονος
ὁλόχροος
ὁλόχρυσος
ὁλόχυλος
ὁλοψυχέω
ὁλόψυχος
View word page
ὀλοφώιος
destructive, deadly, pernicious

ShortDef

destructive, deadly, pernicious

Debugging

Headword:
ὀλοφώιος
Headword (normalized):
ὀλοφώιος
Headword (normalized/stripped):
ολοφωιος
IDX:
61650
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-61651
Key:

Data

{'content': 'destructive, deadly, pernicious'}