Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀλοφλυκτίς
ὀλοφρονέω
ὀλοφυγγών
ὀλοφυδνός
ὁλοφυής
ὀλοφυρμός
ὀλοφύρομαι
ὀλόφυρσις
ὀλοφυρτέος
ὀλοφυρτικός
ὀλοφώϊος
ὀλοφώιος
ὁλόφωνος
ὁλόχαλκος
ὁλόχλωρος
ὁλοχρόνιος
ὁλόχρονος
ὁλόχροος
ὁλόχρυσος
ὁλόχυλος
ὁλοψυχέω
View word page
ὀλοφώϊος
destructive, deadly

ShortDef

destructive, deadly

Debugging

Headword:
ὀλοφώϊος
Headword (normalized):
ὀλοφώϊος
Headword (normalized/stripped):
ολοφωιος
IDX:
61649
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-61650
Key:

Data

{'content': 'destructive, deadly'}