Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὁλοφάκελος
ὁλόφακος
ὀλοφλυκτίς
ὀλοφρονέω
ὀλοφυγγών
ὀλοφυδνός
ὁλοφυής
ὀλοφυρμός
ὀλοφύρομαι
ὀλόφυρσις
ὀλοφυρτέος
ὀλοφυρτικός
ὀλοφώϊος
ὀλοφώιος
ὁλόφωνος
ὁλόχαλκος
ὁλόχλωρος
ὁλοχρόνιος
ὁλόχρονος
ὁλόχροος
ὁλόχρυσος
View word page
ὀλοφυρτέος
to be lamented
ShortDef
to be lamented
Debugging
Headword:
ὀλοφυρτέος
Headword (normalized):
ὀλοφυρτέος
Headword (normalized/stripped):
ολοφυρτεος
IDX:
61647
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-61648
Key:
Data
{'content': 'to be lamented'}