Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὁλοτίλλω
ὁλότμητος
Ὀλοῦς
ὁλοφάκελος
ὁλόφακος
ὀλοφλυκτίς
ὀλοφρονέω
ὀλοφυγγών
ὀλοφυδνός
ὁλοφυής
ὀλοφυρμός
ὀλοφύρομαι
ὀλόφυρσις
ὀλοφυρτέος
ὀλοφυρτικός
ὀλοφώϊος
ὀλοφώιος
ὁλόφωνος
ὁλόχαλκος
ὁλόχλωρος
ὁλοχρόνιος
View word page
ὀλοφυρμός
lamentation

ShortDef

lamentation

Debugging

Headword:
ὀλοφυρμός
Headword (normalized):
ὀλοφυρμός
Headword (normalized/stripped):
ολοφυρμος
IDX:
61644
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-61645
Key:

Data

{'content': 'lamentation'}