Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὁλοσώματος
ὁλοτελής
ὁλότης
ὁλοτίλλω
ὁλότμητος
Ὀλοῦς
ὁλοφάκελος
ὁλόφακος
ὀλοφλυκτίς
ὀλοφρονέω
ὀλοφυγγών
ὀλοφυδνός
ὁλοφυής
ὀλοφυρμός
ὀλοφύρομαι
ὀλόφυρσις
ὀλοφυρτέος
ὀλοφυρτικός
ὀλοφώϊος
ὀλοφώιος
ὁλόφωνος
View word page
ὀλοφυγγών
a pimple
ShortDef
a pimple
Debugging
Headword:
ὀλοφυγγών
Headword (normalized):
ὀλοφυγγών
Headword (normalized/stripped):
ολοφυγγων
IDX:
61641
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-61642
Key:
Data
{'content': 'a pimple'}